- ασατίριστος
- η , ο [ος , ον ] не высмеянный; не ставший предметом сатиры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασατίριστος — η, ο αυτός που δε σατιρίστηκε, δε διακωμωδήθηκε: Στη θεατρική αυτή επιθεώρηση δε μένει πολιτικός ασατίριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)